πρωταπόγραφος

πρωταπόγραφος
ὁ, ἡ πρωταπόγραφον, τὸ, Α [πρωταπογράφομαι]
φορολογικός κατάλογος προσώπων που για πρώτη φορά εγγράφονται σε αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωταπογραφώ — έω, Α [πρωταπόγραφος] εγγράφω κάποιον για πρώτη φορά σε κατάλογο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”